moralist$50328$ - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

moralist$50328$ - translation to Αγγλικά

MORAL SUBJECTIVITY UPON BEHAVIOUR
Moralists; Moralist
  • ''The Drunkard's Progress'': by [[Nathaniel Currier]] 1846, warns that moderate drinking leads, step-by-step, to total disaster.

moralist      
n. zedenmeester, moralist

Ορισμός

Moralist
·noun One who moralizes; one who teaches or animadverts upon the duties of life; a writer of essays intended to correct vice and inculcate moral duties.
II. Moralist ·noun One who practices moral duties; a person who lives in conformity with moral rules; one of correct deportment and dealings with his fellow-creatures;
- sometimes used in contradistinction to one whose life is controlled by religious motives.

Βικιπαίδεια

Moralism

Moralism is any philosophy with the central focus of applying moral judgements. The term is commonly used as a pejorative to mean "being overly concerned with making moral judgments or being illiberal in the judgments one makes".

Moralism has strongly affected North American and British culture, concerning private issues such as the family unit and sexuality, as well as issues that carry over into public life, such as the temperance movement.